дурацкий - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

дурацкий - translation to πορτογαλικά


дурацкий      
(de) parvo, tolo, bobo ; estúpido, imbecil
по-дурацки      
estupidamente
situação estúpida      
дурацкое положение

Ορισμός

дурацкий
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: дурак (1*), связанный с ним.
2) а) Свойственный дураку (1*), характерный для него.
б) разг. Лишенный здравого смысла; глупый, нелепый.
3) перен. разг. Плохой, скверный.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για дурацкий
1. А только волнение отпустило, этот дурацкий пенальти.
2. "8 МАРТА - дурацкий праздник" - отнюдь не исключение.
3. Дурацкий запрет начальства обернется шедевром Папанова.
4. - Действительно, подумала: какой-то дурацкий стадион.
5. ДОМ, УЛИЦА ВОТ такой дурацкий рекламный щит обнаружили наши читатели.